- κραιπνοφορος
- κραιπνοφόροςκραιπνο-φόρος2быстро уносящий, стремительный
(αὖραι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αὖραι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κραιπνοφόρος — κραιπνοφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει κάτι γρήγορα («κραιπνοφόροι δὲ μ ἔπεμψαν αὖραι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κραιπνοφόροι — κραιπνοφόρος swift bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνός — κραιπνός, ή, όν (Α) 1. ορμητικός, ταχύς, γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῑσι πεποιθώς», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. αυτός που επέρχεται γρήγορα, οξύς («κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κραιπνά ορμητικά, γρήγορα («κραιπνά...… … Dictionary of Greek